- καταδιώξῃ
- καταδιώκωfollow hard uponaor subj mid 2nd sgκαταδιώκωfollow hard uponaor subj act 3rd sgκαταδιώκωfollow hard uponfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταδίωξη — η [καταδιώκω] 1. συνεχής και επίμονη κίνηση εναντίον άψυχου ή ζωντανού κινούμενου στόχου με σκοπό την καταστροφή ή την αιχμαλωσία του («τα αεροπλάνα μας συνέχισαν την καταδίωξη τών εχθρικών αεροπλάνων») 2. παρακολούθηση για σύλληψη ή φόνο… … Dictionary of Greek
καταδίωξη — η 1.η ενέργεια του καταδιώκω, η από κοντά παρακολούθηση κάποιου για σύλληψη: Η καταδίωξη του κλέφτη διάρκεσε λίγα λεπτά. 2. ειδική αστυνομική υπηρεσία για σύλληψη κακοποιών: Ανήκει στην υπηρεσία καταδίωξης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παπαδοκυνήγι — Καταδίωξη ή διωγμός ιερέων. Ο όρος καθιερώθηκε στην Κρήτη, στα χρόνια της ενετοκρατίας, εξαιτίας διατάγματος του αρμοστή Μαρίνου Γριμάνη, που απαγόρευε σε διάφορους οικισμούς να έχουν πολλούς ιερείς, σε μερικούς μάλιστα καταργήθηκαν τελείως οι… … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
καταδιωκτικός — ή, ό (Α καταδιωκτικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην καταδίωξη ή στον οποίο έχει ανατεθεί καταδίωξη («καταδιωκτικό απόσπασμα») 2. το ουδ. ως ουσ. το καταδιωκτικό στρατιωτικό αεροπλάνο ή ταχύπλοο σκάφος προορισμένο για καταδίωξη αρχ … Dictionary of Greek
κορβέτα — Πολεμικό ιστιοφόρο με τρία κατάρτια και τετράγωνα ιστία. Ευκίνητη, γρήγορη και μικρότερη από τη φρεγάτα, η κ. χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα μεμονωμένα για εξερευνήσεις ή για ταξίδια και, ως τμήμα ναυτικής μοίρας, για την αναμετάδοση σημάτων. Είχε… … Dictionary of Greek
διωγμός — ο (AM διωγμός) [διώκω] 1. καταδίωξη 2. καταδίωξη που αποβλέπει σε εξόντωση, κατατρεγμός («οι διωγμοί τών Αρμενίων, τών Εβραίων κ.λπ.», «οἱ διωγμοὶ τῶν Χριστιανῶν») 3. αποπομπή αρχ. κυνήγι … Dictionary of Greek
κέφαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ερμή ή του Πανδιόνα και της Έρσης (κόρης του Κέκροπα) ή της Κρέουσας, επώνυμος του δήμου Κεφαλής και του αττικού γένους των Κεφαλιδών. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ερωτεύτηκε την Πρόκριδα, την παντρεύτηκε και ζούσε … Dictionary of Greek
παγάνα — και παγανιά, η (Μ παγάνα) ομαδικό κυνήγι άγριων ζώων που ανιχνεύονται από διάφορα σημεία και διώχνονται προς το μέρος τών κυνηγών με φωνές και θορύβους νεοελλ. 1. η ομάδα τών ατόμων που μετέχουν σε αυτήν την ανίχνευση και καταδίωξη τών θηραμάτων… … Dictionary of Greek
παλίωξις — παλίωξις, ἡ (Α) η προς τα πίσω στροφή αυτών που διώκονται και η καταδίωξη εκείνων που καταδίωκαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι + ἰωκή «προσβολή, καταδίωξη»] … Dictionary of Greek